απορια

απορια
    ἀπορία
    ἀ-πορία
    ион. ἀπορίη ἥ
    1) непроходимость, трудность перехода
    

(πεζῇ καὴ κατὰ θάλατταν Xen.)

    2) недостаток, нехватка, скудость, отсутствие
    

(τροφῆς Thuc.; ἐπιτηδείων Xen.; σοφῶν ἀνδρῶν Arph.)

    ἀπορίᾳ τινός Thuc. — за недостатком чего-л.

    3) нужда, бедность Thuc., Arst.
    4) недород, бесхлебица
    

(ἰσχυρᾶς ἀπορίας γενομένης Plut.)

    5) безвыходное положение, стесненные обстоятельства
    

(ἐς ἀπορίην ἀπιγμένος Her.; (ἐν) ἀπορίᾳ ἔχεσθαι Her., Plat.)

    ἥ ἀ. τοῦ μέ ἡσυχάζειν Thuc. — невозможность отдохнуть

    6) трудность, затруднение, недоумение
    

(ἀπορίαν λύειν или διαλύειν Arst.)

    ἀπορίαν ἀπορεῖν Plat. — быть в недоумении, колебаться;
    πολλέν ἀπορίαν παρέχειν τινί Plut. — поставить кого-л. в тупик


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απορια" в других словарях:

  • ἀπορία — ἀπορίᾱ , ἀπορία being fem nom/voc/acc dual ἀπορίᾱ , ἀπορία being fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορίᾳ — ἀπορίαι , ἀπορία being fem nom/voc pl ἀπορίᾱͅ , ἀπορία being fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απορία — η 1. δύσκολη, στενόχωρη θέση: Βρισκόταν σε απορία, τι να κάνει. 2. αμφιβολία, αβεβαιότητα, άγνοια: Για να λύσει τις απορίες του, διάβαζε και ρωτούσε. 3. έκπληξη για κάτι, παραξένεμα: Έμαθα με απορία ότι αποφάσισες να πολιτευτείς. 4. έλλειψη πόρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απορία — Θεά των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της φτώχειας. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Άνδρου, όταν o Θεμιστοκλής τους απείλησε ότι θα κατέστρεφε το νησί τους αν δεν του έδιναν χρήματα, του απάντησαν ότι λάτρευαν δύο θεότητες, την Πενία… …   Dictionary of Greek

  • ἀπορίας — ἀπορίᾱς , ἀπορία being fem acc pl ἀπορίᾱς , ἀπορία being fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορίαι — ἀπορία being fem nom/voc pl ἀπορίᾱͅ , ἀπορία being fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορίαν — ἀπορίᾱν , ἀπορία being fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορίαιν — ἀπορία being fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορίαις — ἀπορία being fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορίη — ἀπορία being fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορίην — ἀπορία being fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»